- παρωροφίς
- παρωροφίς, ίδος, ἡ, ([etym.] ὄροφος)A projecting eaves or cornice of a roof, Hdt.2.155, Poll.1.81.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρωροφίς — projecting eaves fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωροφίς — ίδος, ἡ, Α το τμήμα τής οροφής που εξέχει από τους τοίχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ωροφίς (< ὄροφος), πρβλ. επ ωροφίς. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
παρωροφίδα — παρωροφίς projecting eaves fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)